- ανίουλος
- ἀνίουλος, -ον (Μ)(για εφήβους) αυτός που στα μάγουλά του δεν φύτρωσαν ακόμη γένεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ίουλος «το χνούδι, οι πρώτες τρίχες που φυτρώνουν κάτω από τους κροτάφους»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.